Ομοιότητες

Με το σκύλο μου μοιάζουμε πολύ. Αυτή την παρατήρηση κάνουν όσοι μας βλέπουν να τριγυρνάμε μαζί.
Μέχρι σήμερα –είμαστε περίπου συνομήλικοι αν μετατρέψει κανείς τα σκυλίσια χρόνια σε ανθρώπινα– δεν έχει βλάψει ούτε μυρμήγκι. Είναι το ίδιο λαίμαργος, το ίδιο τεμπέλης, το ίδιο ατίθασος, μοιάζουμε ακόμη και στο βλέμμα.
«Πάρε μια μεγάλη σακούλα, βάλε τα κουτάβια μέσα και πέταξε τα κάπου μακριά», με είχε προστάξει ο προϊστάμενός μου στο στρατό. Και αν δεν επικαλούμουν την «ιδιαίτερη» ευαισθησία που δείχνουν τα τηλεοπτικά κανάλια σε υποθέσεις ανυπεράσπιστων και κακοποιημένων ζώων, είμαι σίγουρος ότι δε θα είχε ιδρώσει το αυτί του και θα ανέθετε αυτή τη «δουλειά» σε κάποιον άλλο, κακόμοιρο συνάδελφό μου. Ωστόσο, φάνηκε να θορυβείται μ’ αυτή την έμμεση απειλή που εκτόξευσα και αρκέστηκε στην επωδό: «Βρες έναν τρόπο να τα ξεφορτωθείς. Χάρισε τα σε κανένα φίλο ή συνάδελφό σου».
Οι δύο σκύλες που είχαμε υπό την προστασία μας επάνω στο φυλάκιο, είχαν γεννήσει πριν ένα μήνα. Έτσι, εκτός από τις δυο θηλυκές, τον αρσενικό, τους τέσσερις φαντάρους και τον αρχιφύλακα, προστέθηκαν στη συντροφιά και άλλες έντεκα ψυχές. Ήδη, από τις πρώτες μέρες της ζωής τους, είχα ξεχωρίσει έναν στρουμπουλό, άσπρο μούργο με καφέ μάτι. Μου έκανε εντύπωση η βουλιμία με την οποία βύζαινε τη μητέρα του. Μάταια η καημένη προσπαθούσε να ξεφύγει απ’ το αχόρταγο αυτό πλάσμα. Ακόμη και όταν όλα τα άλλα κουτάβια είχαν χορτάσει, αυτός την κατεδίωκε με μανία. Μέχρι και τον αρσενικό πήγε να βυζάξει μια φορά, την ώρα που λιαζότανε αμέριμνος στο ξερό γρασίδι. Και ήταν, πραγματικά, πολύ αστείο θέαμα, να βλέπεις ένα στρουμπουλό κουτάβι να έχει πάρει στο κατόπι το μεγαλόσωμο λυκόσκυλο. Σωστός μπελάς είχε γίνει ο μικρός μου φίλος.
Τρία χρόνια πριν είχα χάσει μια σκυλίτσα, μόλις οκτώ μηνών, από γαστρεντερίτιδα, και είχα ορκιστεί να μην ξαναπάρω ποτέ πια κατοικίδιο, όσο συμπαθητικό ή χαριτωμένο και αν ήταν. Κι όμως, εδώ κάτι έπρεπε να γίνει. Τα έντεκα σκυλάκια χρειαζόντουσαν ένα ασφαλές καταφύγιο για να μεγαλώσουν με στοργή και φροντίδα. Αναρωτιόμουν, λοιπόν, πού να απευθυνθώ. Πήρα να τηλεφωνώ σε κάθε λογής φιλοζωικό σωματείο και οργάνωση, μα στο τέλος απελπίστηκα. Αναρμοδιότητα, τηλεφωνητές, αναπάντητες κλήσεις, προφάσεις εν αμαρτίαις. “Αμαρτωλοί” όλοι τους, σκέφτηκα. Τι θα γίνουν τόσες ψυχές;
Κατευθυνόμενος για το πατρικό με την απογευματινή μου έξοδο, άκουσα στο ραδιόφωνο για έναν γεράκο που, με δικά του έξοδα, φιλοξενούσε και περιποιόταν, στη μονοκατοικία του, αδέσποτα και τραυματισμένα ζώα. Το αποφάσισα στη στιγμή. Το επόμενο πρωινό ήμουν στο φυλάκιο με το αυτοκίνητό μου. Φόρτωσα τα κουτάβια σε ένα πλαστικό τελάρο που βρήκα πρόχειρο και ξεκίνησα.
Ο δρόμος μέχρι το σπίτι του ηλικιωμένου ήταν γεμάτος λακκούβες και λάσπη. Τα αμορτισέρ του πεζό «αγκομαχούσαν», οι ρόδες σπινιάρανε, κάθε τράνταγμα τρόμαζε και ξεβόλευε τα μικρά. Ξαφνιασμένα και ανύποπτα με κοιτούσαν από το πάτωμα της θέσης του συνοδηγού, όπου τα είχα αποθέσει, στοιβαγμένα, το ένα δίπλα στο άλλο.
Πίσω από ένα άθλιο συρματόπλεγμα είδα ένα τσούρμο αδέσποτα να με καλωσορίζουν κουνώντας τις ουρές τους και γαυγίζοντας εν χορώ, σε διάφορους τόνους. Είχα φτάσει στον προορισμό μου. Ένας ηλιοκαμένος ασπρογένης γέροντας με φόρμα, καπέλο και λαστιχένιες μπότες με προϋπάντησε.
«Είσαι ο φαντάρος;» φώναξε, βγάζοντας με μια απότομη κίνηση το καπέλο.
«Μάλιστα» του απευθύνθηκα. «Σας τα έφερα, δεν ήξερα πού αλλού να τα πάω, δεν τα δεχότανε κανείς».
Τα πήρε, με πατρική σχεδόν στοργή, και τ’ απόθεσε καταγής. «Είσαι καλό παιδί» είπε, «έκανες καλά που τα ‘φερες εδώ».
«Δυστυχώς μπορούσα να κρατήσω μόνο ένα», απάντησα.
Ένα και καλό!

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Tους φίλους σου

Έντγκαρ