'07

Όλο το βράδυ ταξιδεύαμε. Κατά το ξημέρωμα αντικρίσαμε στεριά: κοφτερά βράχια που πάνω τους έσκαγε το κύμα. Πιάσαμε λιμάνι. Φορτωθήκαμε τους μπόγους με τα λιγοστά μας ρούχα: δυο-τρεις φανέλες, κάνα παλιοπαντέλονο... Το μεσημέρι πια ο ήλιος ήταν αφόρητος. Ελάχιστη βλάστηση, τοπίο περίκλειστο από θάλασσα, αέρηδες δαιμονισμένοι!
Πήραμε να στήνουμε τ'  αντίσκηνα με βιαστικές κινήσεις (τσούρμο τα ψάρια... έξω απ' το νερό). Κανείς δε μιλούσε. Πιο σκληροί κι από το μέρος ήταν οι άνθρωποι. Δέναμε σφιχτά τους κόμπους. Τεντώναμε τα σκοινιά. Ξέραμε πως θα μέναμε εδώ καιρό, μακριά απ' τους δικούς μας, απ' τα μέρη μας, μακριά απ' τις γυναίκες μας, απ' τα παιδιά μας. Τα μαλλιά μου είχαν γκριζάρει. Δυο βαθιές ρυτίδες διέσχιζαν το μέτωπο. Περπατούσα τα 39.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Tους φίλους σου

Έντγκαρ